νιφοστιβής

νιφοστιβής
νῐφο-στῐβής, ές,
A piled with snow,

νιφοστιβεῖς χειμῶνες S.Aj.670

.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • νιφοστιβής — νιφοστιβής, ές (Α) (ποιητ. τ.) (για τόπο ή χρόνο) αυτός στον οποίο βαδίζει κανείς σε χιόνι, χιονοβάδιστος, γεμάτος χιόνια («τοῡτο μὲν νιφοστιβεῑς χειμῶνες ἐκχωροῡσιν εὐκάρπῳ θέρει», Σοφ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < νίφα + στιβής (< στίβος), πρβλ. χιονο… …   Dictionary of Greek

  • νιφοστιβεῖς — νιφοστιβής piled with snow masc/fem acc pl νιφοστιβής piled with snow masc/fem nom/voc pl (attic epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νιφοστιβέως — νιφοστιβής piled with snow adverbial (epic doric ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”